κανίσκι

κανίσκι
το подарок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κανίσκι" в других словарях:

  • κανίσκι — το κάνιστρο, πανεράκι, καλάθι γεμάτο από δώρα, πεσκέσι: Πήγε κανίσκι στον καθηγητή να της δώσει το πτυχίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανίσκι — το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον) μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο νεοελλ. μσν. 1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα 2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες… …   Dictionary of Greek

  • κανισκεύω — (Μ κανισκεύω και κανισκεύγω) [κανίσκι] στέλνω κανίσκι με δώρα, κάνω δώρο σε κάποιον, χαρίζω μσν. 1. δίνω κάτι χάρισμα, ξεπουλώ κάποιον ή κάτι 2. δωροδοκώ κάποιον …   Dictionary of Greek

  • κάνιστρο — και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον) ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι αρχ. πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές… …   Dictionary of Greek

  • κανήτιον — κανήτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάνεον)* κανίσκι, καλάθι, πανέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνης, κάνητ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. καλάθ ιον, μαχαίρ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κανίσκος — κανίσκος, ὁ (AM) (γλώσσα) κάνιστρο, κανίσκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. θολ ίσκος, στολ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

  • κανισκάς — ο [κανίσκι] κατασκευαστής κανισκιών, πανεριών …   Dictionary of Greek

  • κανισκάτορας — ο [κανίσκι] αυτός που μεταφέρει τα γαμήλια δώρα, τα κανίσκια, τής νύφης …   Dictionary of Greek

  • κανισκίζω — (Μ) [κανίσκι] προσφέρω ή στέλνω σε κάποιον δώρα …   Dictionary of Greek

  • κανισκώδης — κανισκώδης, ες (Α) [κανίσκος] αυτός που μοιάζει με κανίσκι, με καλάθι («κανισκῶδες πλέγμα», σχόλ. στον Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»